σπόρος — sowing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρος — ο, ΝΜΑ 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού σπείρω, η σπορά, το σπάρσιμο (α. «άρχισε νωρίς νωρίς ο σπόρος» β. «καὶ γὰρ νεατὸς καὶ σπόρος καὶ φυτεία... ὑπαίθρια... ἔργα ἐστίν», Ξεν.) 2. καθετί που σπέρνεται στη γη για να βλαστήσει, το σπέρμα… … Dictionary of Greek
σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… … Dictionary of Greek
σπόρω — σπόρος sowing masc nom/voc/acc dual σπόρος sowing masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόροι — σπόρος sowing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόροις — σπόρος sowing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρον — σπόρος sowing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρου — σπόρος sowing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρους — σπόρος sowing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρων — σπόρος sowing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)