σπόρος

σπόρος
ο
1. σπέρμα οποιουδήποτε καρπού.
2. σπέρματα κατάλληλα για σπορά: Αγόρασε σπόρους για το λαχανόκηπό του.
3. σπέρμα ανθρώπου ή ζώου.
4. πρώτη αφορμή, αφετηρία κάποιου γεγονότος: Ο σπόρος που έριξε ο Ρήγας δεν άργησε να φυτρώσει.
5. μτφ., μικρόσωμος άνθρωπος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπόρος — sowing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόρος — ο, ΝΜΑ 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού σπείρω, η σπορά, το σπάρσιμο (α. «άρχισε νωρίς νωρίς ο σπόρος» β. «καὶ γὰρ νεατὸς καὶ σπόρος καὶ φυτεία... ὑπαίθρια... ἔργα ἐστίν», Ξεν.) 2. καθετί που σπέρνεται στη γη για να βλαστήσει, το σπέρμα… …   Dictionary of Greek

  • σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… …   Dictionary of Greek

  • σπόρω — σπόρος sowing masc nom/voc/acc dual σπόρος sowing masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόροι — σπόρος sowing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόροις — σπόρος sowing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόρον — σπόρος sowing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόρου — σπόρος sowing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόρους — σπόρος sowing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόρων — σπόρος sowing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”